- στάχυς
- Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου.
* * *-υος, ο, ΝΜΑ1. το στάχυ2. αστρον. ονομασία τού αστέρα α τού αστερισμού τής Παρθένου που είναι ο 16ος σε σειρά λαμπρότητας αστέρας ολόκληρης τής ουράνιας σφαίρας3. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια χειλανθή ή λαμιίδεςνεοελλ.1. ανθοταξία που αποτελείται από άνθη ερμαφρόδιτα, φυόμενα σε κοινό άξονα2. φρ. α) «στάχυς απλός» — στάχυ στο οποίο τα άνθη προσφύονται κατευθείαν στον άξοναβ) «στάχυς σύνθετος» — στάχυ που αποτελείται από σταχύδια, τα οποία προσφύονται σε κοινό άξοναμσν.-αρχ.1. ο βλαστός, το παιδί κάποιου (α. «εἰ δ' ἦν ἐν οἴκοις ἀντὶ θηλειῶν στάχυς ἄρσην», Ευρ.β. «στάχυν ἡ βλαστήσασα τὸν θεῑον», Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)2. το κατώτερο μέρος τού υπογαστρίου3. φρ. «νάρδου στάχυς» — ναρδόσταχυςαρχ.1. μτφ. το αποτέλεσμα, οι καρποί μιας προσπάθειας ή μιας ενέργειας2. ονομασία χειρουργικού επιδέσμου3. (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ναυπηγοῑς τὸ ἐπὶ τής φάλαγγος μεριζόμενον».[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. λ. στάχυς, -υος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *stengh- «είμαι οξύς, μυτερός, κεντώ, τρυπώ» (πρβλ. αρχ. νορβ. stinga «κεντώ», αγγλοσαξ. stingan) και συνδέεται με τα: αρχ. άνω γερμ. stanga «καμάκι, πάσσαλος, παλούκι», μσν. άνω γερμ. stunge «αγκάθι», λιθουαν. stangus «απότομος, άκαμπτος, αλύγιστος» (βλ. και λ. στόχος)].
Dictionary of Greek. 2013.